- πλασμόλυση
- η, Ν1. βιολ. απώλεια νερού από ένα ζωντανό κύτταρο υπό την επίδραση τής ώσμωσης, η οποία προκαλεί μείωση τού όγκου του και, στη συνέχεια, τον θάνατό του2. βοτ. αποκόλληση τού κυτταροπλάσματος ενός φυτικού κυττάρου από το κυτταρικό τοίχωμα λόγω τής οφειλόμενης στην ώσμωση εξόδου νερού από το χυμοτόπιο τού κυττάρου στο εξωτερικό περιβάλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plasmolysis < πλάσμα + λύση. Η λ., στον λόγιο τ. πλασμόλυσις, μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.